οἰκειότητες

οἰκειότητες
οἰκειότης
a being
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • ασήκωτος — η, ο [σηκώνω] 1. ο πολύ βαρύς, αυτός που δεν μπορεί να μετακινηθεί 2. εκείνος που δεν έχει ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι 3. ο άφθονος («ασήμι και χρυσάφι ασήκωτο») 4. όποιος δεν σηκώνει, δεν δέχεται αστεία ή οικειότητες («βαρύς και ασήκωτος») …   Dictionary of Greek

  • οικειότητα — η (ΑΜ οἰκειότης, Α ιων. τ. οἰκηϊότης) [οικείος] ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή φιλία, φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις νεοελλ. γνώση ενός αντικειμένου, εξοικείωση αρχ. 1. ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • οικειότητα — η 1. στενή φιλία, εγκαρδιότητα, συγγένεια: Έχει μεγάλη οικειότητα με τους προϊσταμένους του. 2. το να παραπαίρνει κανείς θάρρος, κατάργηση των τυπικών σχέσεων: Μην έχεις πολλές οικειότητες με τον άνθρωπο αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάρε δώσε — το ή τα συναλλαγές, στενές σχέσεις, οικειότητες: Οι δυο τους έχουν πολλά πάρε δώσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”